κέρατι

κέρατι
κέρᾱτι , κέρας
Aër.
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κερατίτιδος — κερατί̱τιδος , κερατῖτις horned fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CORNU — proprie de quadrupedibus. Plin. l. 11. c. 37. Cornua multis quidem et aquatilium et marinorum et serpentum variis data sunt modis: sed quae iure cornua intelligantur, quadrupedum generi tantum Nec alibi maior naturae lascivia lusit animalium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιβομβώ — ἐπιβομβῶ, έω (Α) 1. κάνω θόρυβο μετά από άλλον («ὁ δὲ αὐλεῑ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῑ τῷ τυμπάνῳ», Λουκιαν.) 2. κάνω κάτι να ηχήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βομβώ «κάνω θόρυβο»] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • υποτροπή — (Νομ.). Η διάπραξη νέου αξιόποινου αδικήματος έπειτα από προηγούμενη ποινική καταδίκη. Κατά τον ελληνικό Π.Κ. υ. υπάρχει όταν διαπράττεται αξιόποινο αδίκημα που συνεπάγεται ποινή στερητική της ελευθερίας μέσα σε 5 χρόνια από την πλήρη ή μερική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”